-
1 μητίομαι
A = μητιάω 11, devise, contrive,μητίσομαι ἔχθεα λυγρά Il.3.416
; ;μέγα ἔργον ἐμητίσαντο Od.12.373
;οἱ θάνατον μητίσομαι Il.15.349
;σχέτλι' ἔργα βορᾶς μητίσασθαι Emp.139
;πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Parm.13
;φράζεο.. ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν A.R.3.1026
: c. dupl.acc.,ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Od.18.27
. [[pron. full] ῑ in [tense] fut. and [tense] aor., and late [voice] Act. ; [pron. full] ῐ in μητίομαι Pi.l.c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητίομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий